-
1 σκόνη
[скони] ουσ. Θ. пыль, порошок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκόνη
-
2 порошок
порошокм ἡ σκόνη, ἡ κόνις, ἡ ποῦ-δρα:зубной \порошок ἡ σκόνη γιά τά δόντια, ἡ ὀδοντόκονις· мыльный \порошок ἡ σαπουνόσ-κονη· растереть в \порошок κάνω σκόνη, κονιοποιώ· стереть в \порошок перен разг ἐκμηδενίζω. -
3 пыль
пыльж ἡ σκόνη, ἡ κόνις, ὁ κονιορτός:у́гольная \пыль ἡ καρβουνόσκονη· поднимать \пыль σηκώνω σκόνη· сметать \пыль σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω· \пыль стои́т столбом ἐχει σηκωθεί κουρνιαχτός· ◊ пускать \пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια. -
4 прах
-а α.1. παλ. σκόνη• κονιορτός.2. στάχτη, τέφρα. || τιποτένιο πράγμα.3. λείψανο, το σκήνος, η σορός. || η σποδός.εκφρ.на кой -? – (απλ.) τί χρειάζεται;•прах меня знает, заберт кто что – κ.τ.τ. άγνωστο, ποιος ξέρει τι και ποιο•прах тебя (его – κ.τ.τ.) побери (возьми) να πάει στο διάβολο (για αγανάκτηση)•прах с тобой (с ней, с ним – κλπ.) α) καλά, ας είναι, ας γίνει έτσι (με ενδοτική σημ.)1 β) μου είναι αδιάφορο, δε με νοιάζει•повергнуть ή разбить, превратить κ.τ.τ. в прах – τα κάνω σκόνη ή στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς)•пойти ή рассыпаться, разлететься -ом – γίνομαι στάχτη ή σκόνη (καταστρέφομαι, χάνομαι). -
5 пропудривание
(рез.) η επικάλυψη με σκόνη-ть (рез.) επικαλύπτω με σκόνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пропудривание
-
6 порошок
порошок м 1) η σκόνη· зубной \порошок η οδοντδσκονη 2) мн.: \порошокки мед. οι σκόνες, τα σκονάκια* * *м1) η σκόνηзубно́й порошо́к — η οδοντόσκονη
2) мн.порошки́ — мн. мед. οι σκόνες, τα σκονάκια
-
7 пыль
-
8 стиральный
стиральный: \стиральныйая машина το πλυντήριο, η πλυντική μηχανή; \стиральный порошок η σκόνη για πλύσιμο* * *стира́льная маши́на — το πλυντήριο, η πλυντική μηχανή
стира́льный порошо́к — η σκόνη για πλύσιμο
-
9 пылить
пылитьнесов σκονίζω, γεμίζω (μετ.) σκόνη/ σηκώνω σκόνη (поднимать пыль). -
10 порошкообразный
επ.σαν σκόνη, εν είδη σκόνης•-ое вещество ουσία σαν σκόνη.
-
11 порошок
-шка α. σκόνη, πούδρα• ταλκτ•зубной порошок οδοντόσκονη.
|| σκονάκι (φάρμακο).εκφρ.стереть (растереть, истереть) в порошок – κάνω σκόνη, κονιορτοποιώ, καταστρέφω, διαλύω. -
12 пудра
-
13 пылевидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноσαν τη σκόνη• κονιορτώδης•пылевидный песок άμμος σαν τη σκόνη.
-
14 пылить
-
15 пыльно
ως κατηγ. είναι, υπάρχει σκόνη•в комнате очень пыльно στο δωμάτιο υπάρχει πολύ σκόνη.
-
16 вытирать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытирать
-
17 дусты
мн. τα εντομοκτόνα (ζιζανιοκτόνα) σε σκόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дусты
-
18 железо
хим. (Fe) το σίδερο, ο σίδηροςуглеродистое - ανθρακικό -, ο σιδηρίτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > железо
-
19 запылённость
η ύπαρξη σκόνης, η περιεκτικότητα σε σκόνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запылённость
-
20 известь
η άσβεστ/ος, ο ασβέστηςполучать - обжигом известняка παράγω την - ο διά μέσου πύρωσης του ασβεστόλιθουбелильная - см. хлорная -гидратная - η υδράσβεστος, το υδροξείδιο - ουпобелочная - για άσπρισμα, το ασβέστωμα- σε σκόνηхлорная - χλωριούχος -, η χλωράσβεστοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > известь
См. также в других словарях:
σκόνη — η 1. πολύ μικρά μόρια στερεής ύλης: Στούμπισε τη ζάχαρη και την έκανε σκόνη. 2. μικροί κόκκοι χώματος: Φύσηξε αέρας και σήκωσε σκόνη. 3. φάρμακο, σκονάκι. 4. φρ., «Με έκανε σκόνη», με διέλυσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκόνη — η, Ν 1. πολύ μικρά μόρια στερεάς ύλης, κονιορτός («θωρούσι σκόνης σύννεφο στα ύψη σηκωμένο», Ερωτόκρ.) 2. ποσότητα κονιοποιημένου φαρμάκου, σκονάκι 3. φρ. α) «μ έκανε σκόνη» μτφ. μέ διέλυσε, μέ κατανίκησε β) «ρίχνω σκόνη στα μάτια» μτφ. εξαπατώ,… … Dictionary of Greek
κοσμική σκόνη — Εξωγήινα σωματίδια που βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του Διαστήματος. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από ελάχιστο έως εκείνο των μεγάλων μετεωριτών. Τα σωματίδια αυτά βρίσκονται επίσης στους κρατήρες που υπάρχουν πάνω στις επιφάνειες της Σελήνης… … Dictionary of Greek
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
χρωστικά — Ουσίες ζωηρά χρωματισμένες και ικανές, έστω και σε μικρές ποσότητες, να δώσουν σταθερούς χρωματισμούς σε υλικά διάφορης φύσης. Τα χ. μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά, οργανικά ή ανόργανα. Τα φυσικά χ. είναι φυτικά και ζωικά, όπως η χλωροφύλλη,… … Dictionary of Greek
La Poussière du temps — Ne doit pas être confondu avec Les Cendres du temps. La Poussière du temps Données clés Titre original Η σκόνη του χρόνου Réalisation Theo Angelopoulos Scénario … Wikipédia en Français
άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… … Dictionary of Greek
άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ … Dictionary of Greek